λιμνάτιδος

λιμνάτιδος
λιμνά̱τιδος , λιμνήτης
living in marshes
fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • LIMNATIS — Diana dicitur Paus. in Messeniacis, Achaicis, et Arcadicis passim, a Limnis opp. in conf. Lacedaemoniorum, et Messeniorum, in Laconicis eiusdem τῆς Λιμνάδος male pro Λιμνάτιδος. Idem in Corinthiacis Α᾿ρτέμιδος Λιμναίας meminit. Certe apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Λίμναι — I Ιερή περιοχή της Αθήνας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν Ν της Ακρόπολης, όπου υπήρχε και ναός του Διονύσου. Κάθε χρόνο, στις 12 του Ανθεστηριώνος μηνός, το ιερό άνοιγε και οι Αθηναίοι προσέφεραν γλεύκος (μούστο) στον Λιμναίο Διόνυσο. Ακολουθούσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”